- αὐλακώδης
- αὐλᾰκώδης, ες,A like a furrow,
φυτεία Eust.831.59
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φυτεία Eust.831.59
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αὐλακώδη — αὐλακώδης like a furrow neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) αὐλακώδης like a furrow masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) αὐλακώδης like a furrow masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυλακοειδής — και αυλακώδης, ες (Μ αὐλακοειδής και αὐλακώδης, ες) αυτός που έχει σχήμα αυλακιού … Dictionary of Greek
αύλακα — η και αύλακας, ο (AM αὖλαξ, Α και ἄλοξ και ὦλξ, μόνο στην αιτ. ὦλκα, ὦλκας) αυλάκι κήπου ή αγρού νεοελλ. 1. η αφρισμένη γραμμή που αφήνει πίσω του το πλοίο 2. τεχνητό ή φυσικό όρυγμα όρμου ή λιμανιού για τη διέλευση των πλοίων αρχ. 1. γλυφή 2.… … Dictionary of Greek
ευλοειδής — εὐλοειδής, ές (Μ) αυλακώδης, αυλακοειδής, οχετοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευλός «αυλάκι» + ειδής*] … Dictionary of Greek